Guest Post by Karina Ioanidou
Translated by Christos Iliadis
An actor in front of the "closed" curtain…I do not seek loneliness, it seeks me like crazy. Tonight, there is a full moon and I am bored to death. I am desperate, distant, isolated… I miss... I miss the physical proximity. My only visitor lately is insomnia. These "white" nights I walk aimlessly at "inappropriate" hours… but I always return HERE… like the murderer to the scene of the crime… My eyes are closing, I try not to yawn, I haven’t slept in days… First my mood died, then my mind and now I am fighting not to let the art inside me die. I miss it. I miss it unbearably. It was a parting without "goodbye", without an epilogue, without a "curtain". I was born an actor. Theater is my oxygen. How can I live without my oxygen?
I am in the phase of "mourning". The darkness inside me is thickening. I react. I say to myself: "Go out". I wear my mask and my gloves, and I disappear into the "black" night. I walk at a fast pace while thoughts flood my mind. Down the street I hear a strange wolf howling and it brings me back to reality. A howl that seems to express the entire affliction that surrounds us these days. I look to the right, I look to the left, I see nothing, no one, however, I feel an eerie mass following me. I look to the sky. I run, however, this does not help to ease my feelings at all. Because of the panic, the frustration, the fear that overwhelms me I am not careful, and I bump into a drunken "demon of the street" who is crawling on the sidewalk. He looks at me with his drunken eyes waving a broken bottle of "Korona" beer towards me… I flinch. With a wild laughter he starts singing unbearably, hitting the wrong note and winking at me at the same time: "This land is your land, and this land is my land until Corona Virus settled down…".
I leave. It´s the middle of the night. I reach my destination. I open the front door and enter the theater. Not a living soul. I walk down the dark corridor between the plush seats, fumbling in the darkness. The limelight is off; the props of the last rehearsal are thrown all around the stage. It´s dim. Only the safety lights are on. They give a -blurred from the fine dust that has covered them- light. I go on stage. I raise the main projector switch. I walk towards the light. I stand under its beams and as they fall vertically on me, I "bathe" in their light. A feel a sweet warmth around me. I say to myself: "I'll play, damn it." I close my eyes, concentrate and start rehearsing my part again and again… The part I would have played tonight… Tonight, would have been the premiere… if there was not… With this thought, my voice breaks and becomes strangely hoarse… I stand in front of an invisible audience more and more exposed, more and more blind, more and more alone…
My eyes fill with tears, I open my eyes and then I see something shocking happening down at the stalls…
The stalls are illuminated. On the backs of the empty seats I see small green lights, flickering, shining, illuminating the darkness in a magical way. They look like the fireflies I used to collect as a child, I used to put them in empty matchboxes and then carried them deep into the forest to let them fly free to... the fairyland. They came; the fireflies of my childhood came to take the places of the absent audience in tonight's "premiere"…
They brought me the magic that I have missed so much… It is a sign that tomorrow will illuminate again as the fireflies illuminate my "dark" "reality" today. It is an incredibly unexpected meeting. It is as if a "Deus ex machina" pressed the "forward" button instead of "pause"…
Δεν επιζητώ τη μοναξιά, αυτή με επιζητά σαν τρελή. Απόψε, έχει πανσέληνο και πλήττω αφόρητα. Είμαι απεγνωσμένος, απομακρυσμένος, απομονωμένος… Μου λείπει. Μου λείπει η φυσική εγγύτητα. Η μόνη που με επισκέπτεται, τελευταία, είναι η αυπνία. Τις «λευκές» αυτές νύχτες περπατάω άσκοπα σε «ακατάλληλες» ώρες… αλλά πάντα επιστρέφω ΕΔΩ… σαν τον δολοφόνο στον τόπο του εγκλήματος… Τα μάτια μου κλείνουν, πνίγω ένα ελαφρύ χασμουρητό, έχω μέρες να κοιμηθώ… Πρώτα πέθανε η διάθεσή μου, μετά το μυαλό μου και τώρα παλεύω να μην πεθάνει κι η Τέχνη μέσα μου. Μου λείπει. Μου λείπει αφόρητα. Ήταν ένα αποχωρισμός χωρίς «αντίο», χωρίς επίλογο, χωρίς «αυλαία». Είμαι εκ γενετής ηθοποιός. Το θέατρο είναι το οξυγόνο μου. Πως να ζήσω χωρίς το οξυγόνο μου;
Είμαι σε φάση «πένθους». Το σκοτάδι μέσα μου πυκνώνει. Αντιδρώ. Λέω: «Θα βγω». Φοράω τη μάσκα και τα γάντια μου και χάνομαι μέσα στη «μαύρη» νύχτα. Περπατάω με γρήγορο βηματισμό ενώ σκέψεις πλημμυρίζουν το μυαλό μου. Από το βάθος του δρόμου, ακούω να έρχεται ένα παράξενο ουρλιαχτό λύκου; και με βγάζει από την περισυλλογή μου. Ένα ουρλιαχτό που μοιάζει να συγκεντρώνει όλη την οδύνη των ημερών που μας τυλίγει. Κοιτάζω δεξιά, κοιτάζω αριστερά, δεν βλέπω τίποτα, κανέναν, ωστόσο, αισθάνομαι μια απόκοσμη μάζα να με ακολουθεί. Στρέφω το βλέμμα στον ουρανό. Τρέχω, όμως, αυτό καθόλου δεν βοηθάει να απαλυνθούν τα συναισθήματά μου. Από τον πανικό, το ζόφο, το φόβο που με κυριεύουν δεν βλέπω καλά και πέφτω πάνω σ΄ ένα μεθυσμένο «δαίμονα του δρόμου» που σέρνεται στο πεζοδρόμιο. Με κοιτάζει με το μάτι γυαλισμένο κραδαίνοντας ένα σπασμένο μπουκάλι μπύρας «κορόνα» προς το μέρος μου… Οπισθοχωρώ. Εκείνος, γελάει άγρια κι αρχίζει να τραγουδάει με ανυπόφορα φάλτσα κλείνοντάς μου ταυτόχρονα και το μάτι: «Τα όνειρα σου μην τα λες γιατί μια μέρα κρύα μπορεί κι οι Κορονοϊοί να ‘ρθουν στην εξουσία…»…
Απομακρύνομαι. Είναι βαθιά μεσάνυχτα. Φτάνω στον προορισμό μου. Ανοίγω την εξωτερική πόρτα και μπαίνω στην αίθουσα του θεάτρου. Ούτε ψυχή ζώσα. Προχωράω στο σκοτεινό διάδρομο ανάμεσα στα βελούδινα καθίσματα ψηλαφώντας μέσα στο σκοτάδι. Τα φώτα της ράμπας είναι σβηστά, τα αντικείμενα της τελευταίας πρόβας είναι πεταμένα δεξιά κι αριστερά. Είναι ημίφως. Αχνοφέγγουν μόνον τα φώτα ασφαλείας. Δίνουν ένα -θολό από τη λεπτή σκόνη που τα έχει καλύψει- φως.
Ανεβαίνω στη σκηνή. Σηκώνω το διακόπτη του κεντρικού προβολέα. Προχωράω προς το φως. Στέκομαι κάτω από τις δέσμες του και καθώς αυτές πέφτουν κάθετα επάνω μου, «λούζομαι» στο φως τους. Μια γλυκιά ζεστασιά με τυλίγει. Λέω: «Θα παίξω, γαμώτο μου». Κλείνω τα μάτια μου, συγκεντρώνομαι κι αρχίζω να προβάρω ξανά και ξανά το ρόλο μου… το ρόλο που θα έπαιζα απόψε… Απόψε, που θα κάναμε πρεμιέρα… αν δεν… Με αυτή τη σκέψη, η φωνή μου σπάει, γίνεται αλλόκοτα βραχνή… Στέκομαι όρθιος μπροστά σε ένα αόρατο κοινό όλο πιο εκτεθειμένος, όλο πιο τυφλός, όλο πιο μόνος… Βουρκώνω, ανοίγω τα μάτια μου και τότε βλέπω κάτι συγκλονιστικό να συμβαίνει κάτω στην πλατεία…
Η πλατεία είναι φωτισμένη. Πάνω στις ράχες των άδειων καθισμάτων βλέπω μικρά πράσινα φωτάκια, να τρεμοπαίζουν, να λάμπουν, να φωτίζουν απίστευτα μαγικά το σκοτάδι. Μοιάζουν με τις πυγολαμπίδες που μάζευα μικρός, τις έβαζα σε άδεια σπιρτόκουτα και μετά τις μετέφερα βαθιά μέσα στο δάσος για να τις αφήσω ελεύθερες να πετάξουν προς τη… νεραϊδοχώρα. Ήρθαν, ήρθαν οι πυγολαμπίδες των παιδικών μου χρόνων να πάρουν τις θέσεις των απόντων θεατών στην αποψινή «πρεμιέρα» … Μου έφεραν την μαγεία που τόσο πολύ μου έχει λείψει… Είναι το σινιάλο πως το αύριο θα φωτίσει πάλι όπως οι πυγολαμπίδες φωτίζουν σήμερα τη «σκοτεινή» μου «πραγματικότητα». Μια απίστευτα απρόσμενη συνάντηση. Λες και από το «pause» κάποιος «από μηχανής θεός» πάτησε το κουμπί «forward»…
Karina Ioannidou is a founding member of the Fleming Theater in partnership with Grigory Metas, an institution and gift to friends of theater in Thessaloniki.