TRANSLATOR’S NOTES: Searching for contact with the mighty, wise creature of the forest, the owl, Karina Ioannidou captures the spirit of our lockdown days in a tangle of myth and imagery. This is an ‘excursion’ from a world of isolation, where the wanderer craves connection. The yearning is expressed inventively and poignantly. The narrator turns to an interaction with the owl, a significant ancient Greek symbol of wisdom, in a hide-and-go-seek adventure during perplexing coronavirus times.
In translation, some things are left to interpretation. Who is the bird who wandered in the woods and where is the virus? Using a medley of images, staying as close as possible to the original text, the translator must express the emotional load of this adventure and effectively transmit the emotional ups and downs as the search in the woods unfolds. Probing the literal words in order to create rhyme where it appears in the original language is another challenge.
I have purposefully selected to use ‘ToWho’ in replicating the hooting of an owl, to anthropomorphize the relationship between the human and the bird. All Greek children are familiar with the rhyme, ‘I walk in the woods when the wolf is not here / wolf, wolf, are you here?’ The author deftly merges this well-known world with our baffling present, thrusting the virus on stage: ‘I walk through the woods, when the virus is not here / monster, monster, are you here?’
Karina concludes her monologue with another transformation from bird to an actual human wearing a birds beak mask, reflecting the psychological impact on humans during these coronavirus days, leaving us with the tension and weight of the day. Another well-crafted monologue.
—Sophia Kouidou-Giles, Translator
First published in The Blue Nib
‘… And I screech ToWho, ToWho, but no one listens to me…’ by Karina Ioannidou
Translation by Sophia Kouidou-Giles
Lockdown means ‘in prison’! I sent a sms text to the authorities giving notice I will leave the house to get some exercise. I get the OK. Yah. Finally, free to go!
Today is another hard but promising day—I feel it. Reciting my childhood rhyme, ‘I walk through the woods, when the virus is not here / monster, monster, are you here?’ I step on slimy, moldy grass, on branches that ‘died’ early, tiptoeing gently. My head, like that of a chameleon, wont allow the slightest bounce from my feet. I walk through the woods impatient to hear her voice because that means I'm on the right track. I call her conspiratorially: ‘ToWho, ToWho’… But she doesn't hear me. What if the owl isn't here? I'm yelling but there are more echoes, scary sounds, more dirty breaths in the woods. I have my cellphone camera ready to record.
Wearing a hunters vest, boots, a jockey hat with feathers attached, I carry a canteen cross-tied on my chest, my quiver filled with disinfectants, and begin my search for her. I have assembled a collection of bird calls and learned to imitate their voices, especially the voice of a certain owl. We have developed a communication code between us. We signal each other, but we never come close enough for a tête à tête. Birds, especially owls, maintain their ancient method of communication. After studying them for months, I can certainly say that I have captured their essence, the mysticism and the soul of their coded language. I don't just record their songs; through my research, I expose gaps of a pedestrian society suffering from lack of communication… I seek the beginning of the world… and the roots are here. I seek the roots. I expect proof that does not come. She is incredibly quick and silent. I love her, and I believe in her. Birds are full of emotions. And now I listen to her from afar: ‘Listen to me. Come on, Bird and Egg.’ I naturally translate: ‘Come and embrace my loneliness’… Yes, she spoke clearly! I begin to call back, to shout for her: ‘My coy ToWho, my alluring ToWho. I saved some of my warmth for you.’
I yell at her, and then I hear a noise. I believe she is approaching me; I remain still and wait. I hear louder noises, the bending of tree branches. Is it foliage broken by her weight? I wonder. But how much can she weigh? If light is the internal expression of nature, gravity should equal its outer weight… if we add the weight of her brain to all else, she might weigh quite a lot. Consider that she has a large head, add the wings, especially the brain… I hear a sound. No doubt about it! That is her! I have my camera rolling! Something is glowing in the dark! But why are her eyes so huge? I'm laughing, numb. ‘Glaux means glamorous, you know.’ I'm a little scared. She is still a predator. Second thoughts cross my mind. Is this creature much bigger than an owl?
‘Its a Behemoth! Come on! Glory be!’ They say this is a strange, winged creature, a giant bird with an amazing resemblance to the owl. She disguises her voice to fool her enemies. She is grey, has bat wings and red shiny eyes on her top! As I contemplate my fears, I hear sounds penetrating the air like screams and feel something attacking me. This strange creature lands on me with force… with a mechanical buzz, like a helicopter. While I'm down on my back, the creature screeches: ‘ToWho, ToWho, but no one listens to me.’
Startled, I recognize my neighbor Eleni. Haven't seen her in months. She wears bird wings and a beak mask. Pause. Dead silence.
I croon to her ‘… Come and save me, save me / Take me and embrace me, brace me…’ And Eleni answers, ‘Life is such a sad scene / isolation in a crazy bin.’
«… Και φωνάζω κούι κούι, μα κανένας δεν μ ακούει…» της Kαρίνας Ιωαννίδου
Ερμηνεύει ο ηθοποιός του Θεάτρου Φλέμιγκ Νικόλας Παπάζογλου.
Lock down σημαίνει εγκλεισμός! Στέλνω sms στο 13033 γράφω 6 για σωματική άσκηση. Παίρνω το οκ και ουφ ξελευτερία!
Σήμερα είναι μια δύσκολη αλλά πολλά υποσχόμενη ημέρα, το διαισθάνομαι… «Περπατάω εις το δάσος, όταν ο ιός δεν είν΄ εδώ / Τέρας, τέρας είσαι εδώ;». Περπατάω στη γλίτσα των μουχλιασμένων χόρτων, των κλαριών που «πέθαναν» νωρίς. Περπατάω απαλά. Μετακινούμαι αθόρυβα. Το κεφάλι μου, όπως του χαμαιλέοντα, δεν δέχεται την παραμικρή δόνηση που να προέρχεται από τις πατούσες μου. Περπατώ εις το δάσος κι ανυπομονώ να ακούσω τη φωνή της γιατί αυτό θα σημαίνει ότι βρίσκομαι στο σωστό δρόμο. Της φωνάζω συνωμοτικά: «Κούι κούι»… Μα εκείνη δε μ΄ ακούει. Και αν η γλαυξ δεν είναι εδώ; Της φωνάζω αλλά στο δάσος αντηχούν κι άλλες φωνές, τρομακτικές κι άλλες ανάσες, βρώμικες. Έχω στο on το βίντεο του κινητού μου κι είμαι έτοιμος να την καταγράψω. Φοράω γιλέκο παραλλαγής, άρβυλα, τζόκεϊ πάνω στο οποίο έχω προσαρμόσει μπεκατσοφτερά, έχω χιαστί παγούρι και φαρέτρα με απολυμαντικά και την αναζητώ.
Έχω συντάξει ένα γλωσσάρι με τη γλώσσα των πουλιών κι έχω καταφέρει να μιμούμαι τις φωνές τους, ιδιαίτερα δε τη φωνή μιας συγκεκριμένης κουκουβάγιας. Έχουμε αναπτύξει κώδικα επικοινωνίας μεταξύ μας. Επικοινωνούμε αλλά ποτέ δεν ήρθαμε τετ α τετ. Τα πουλιά κι ειδικά οι κουκουβάγιες διατηρούν μία πανάρχαια μέθοδο επικοινωνίας. Μετά από μελέτες μηνών μπορώ με βεβαιότητα πια να πω ότι έχω συλλάβει την ουσία, το μυστικισμό, την πεμπτουσία της κωδικοποιημένης γλώσσας των πουλιών. Δεν ηχογραφώ απλά κελαϊδίσματα. Αποκαλύπτω με την έρευνά μου κενά μιας κοινωνίας πεζής που πάσχει από έλλειψη επικοινωνίας… που αναζητά την αρχή του κόσμου… κι η αρχή βρίσκεται εδώ… Αναζητώ την αρχή… και περιμένω μια απόδειξη που, όμως, δεν έρχεται…
Είναι απίστευτα γρήγορη και αθόρυβη… Την αγαπάω, κι αυτή πιστεύω. Τα πουλιά είναι γεμάτα συναισθήματα. Και τώρα ΝΑ την ακούω από μακριά !!! «Κου κου έλα άγκα και βάμου». Μεταφράζω αυτόματα. «Έλα, κι αγκάλιασε τη μοναξιά μου»… Ναι, το είπε καθαρά… Αρχίζω να φωνάζω, να κραυγάζω προς το μέρος της: «Φύλω κούι και κου κου σιά μου». «Σου φύλαξα λίγη απ τη ζεστασιά μου».
Της φωνάζω και τότε, ακούγεται ένας θόρυβος. Με πλησιάζει, σκέφτομαι. Μένω ακίνητος και περιμένω. Ακούγεται ένας πιο δυνατός θόρυβος σαν να λυγίζουν κλαδιά δένδρου. «Σαν να λύγισε η φυλλωσιά από το βάρος της» σκέφτομαι αλλά πάλι πόσο μπορεί να ζυγίζει; «Αν το φως είναι σαν την εσωτερική ενατένιση της φύσης, η βαρύτητα… θα πρέπει να είναι σαν την εξωτερική ενατένιση… αν σε όλα αυτά προσθέσουμε και το βάρος του εγκεφάλου της; Μπορεί να ζυγίζει αρκετά. Γιατί βάλε ότι έχει μεγάλο κεφάλι, πρόσθεσε το φτέρωμα αλλά κυρίως τον εγκέφαλο…». Ακούγεται θόρυβος. Δεν χωράει αμφιβολία! Αυτή είναι! Σηκώνω την κάμερα και τραβάω! Βλέπω κάτι λάμπει στο σκοτάδι. Αλλά, γιατί τα μάτια της είναι τόσο μεγάλα; Γελάω, μουδιασμένος. «Γλαυξ σημαίνει λαμπερή, αφού». Φοβάμαι λίγο. Δεν παύει να είναι αρπακτικό. Δεύτερες σκέψεις περνάνε από το μυαλό μου. Μήπως είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο από κουκουβάγια;
«Σιγά μην είναι και Mothman» … Έλα, μωρέ! Δοξασίες!!! Υπάρχει, λένε, ένα παράξενο, φτερωτό πλάσμα, ένα πουλί γίγαντας που έχει εκπληκτική ομοιότητα με την κουκουβάγια. Μιμείται τη φωνή της για να ξεγελάει τους εχθρούς της κι έχει γκρίζο χρώμα, φτερά νυχτερίδας και κόκκινα λαμπερά μάτια στο ύψος της πλάτης! Καθώς διασκεδάζω τους φόβους μου ακούω έναν ήχο διαπεραστικό σαν τσιρίδα και αισθάνομαι κάτι να μου επιτίθεται… Το παράξενο αυτό πλάσμα προσγειώνεται πάνω μου με δύναμη. Αφήνει ένα «μηχανικό βουητό» σαν του ελικόπτερου. Ενώ, είμαι κάτω ανάσκελα, το πλάσμα κραυγάζει: «Κούι, κούι μα κανένας δεν μ΄ ακούει.»
Μετά την πρώτη τρομάρα αναγνωρίζω τη γειτόνισσα μου, την Ελένη. Έχω μήνες να τη συναντήσω. Φοράει φτερά πουλιού και μάσκα «ράμφος». Παύση. Νεκρική σιγή.
Της σιγοτραγουδάω «… Έλα και γλύτωσέ με, γλύτωσέ με / Πάρε με κι αγκάλιασέ με…». Κι η Ελένη μου απαντάει «… Η ζωή μου πια θλιβερό τοπίο / Μοιάζει η μοναξιά με φρενοκομείο…».igital Access this issue only €7.50 First published in Greek in the November 2020 issue of Speaknews magazine, edited by Andreas Germanos.